Λητοΐδης

English (LSJ)

[ῐ], ου, Aeol., Dor. Λατοΐδας, α, ὁ, son of Leto, i.e. Apollo, h.Merc.253, Hes.Sc.479, Alc.Supp.30.3:—Pi.P.1.12 has Λᾱτοίδας (trisyll.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le fils de Latone (Apollon).
Étymologie: Λητώ.

Russian (Dvoretsky)

Λητοΐδης: дор. Λατοΐδης, ου ὁ Летоид, сын Лето, т. е. Аполлон HH, Hes., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

Λητοΐδης: [ῐ], Δωρ. Λᾱτοΐδας, ου, ὁ, ὁ υἱὸς τῆς Λητοῦς, δηλ. ὁ Ἀπόλλων, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 253, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 479· - ὁ Πίνδ. ἐν Π. 1. 23, ἔχει Λατοίδας (τρισύλλαβ.).

Greek Monolingual

Λητοΐδης, αιολ., και δωρ. τ. Λατοΐδας, ὁ (Α) Λητώ
ο γιος της Λητούς, ο Απόλλων.

Greek Monotonic

Λητοΐδης: [ῐ], Δωρ. Λᾱτοΐδας, -ου, ὁ, γιος της Λητούς, δηλ. ο Απόλλωνας, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.