Λιβυστῖνος

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de Libye.
Étymologie: Λιβύη.

Greek Monolingual

Λιβυστῖνος, -ον, ουδ. και Λιβυστινόν (Α)
λιβυκός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λιβυστίς, κάτοικος της Λιβύης.

Chinese

原文音譯:Libert‹noj 利卑而提挪士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:自由人
字義溯源:利百地拿;猶太會堂的一些會眾,曾被擄至羅馬為奴,後釋放得自由,被稱為:利百地拿,意為:自由人
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 利百地拿(1) 徒6:9