Λιβυφοίνιξ

Greek (Liddell-Scott)

Λῐβῠφοίνιξ: ὁ, Λίβυς καὶ Φοίνιξ, δηλ. Καρχηδόνιος, Πολύβ. 3. 33, 15, κτλ.

Greek Monolingual

Λιβυφοῖνιξ, -ικος, ὁ (Α)
ο Φοίνικας ο εγκατεστημένος στη Λιβύη, ο Καρχηδόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λιβύη + Φοῖνιξ.

Russian (Dvoretsky)

Λῐβῠφοίνιξ: ῑκος adj. ливиофиникийский, т. е. карфагенский Polyb., Diod.