adv.en Lycie avec mouv.Étymologie: Λυκία, -δε.
Λυκίηνδε (Α)επίρρ. προς τη Λυκία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λυκίη (αιτ. Λυκίην) + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκηνδε, Κρήτηνδε)].
nach Lykien, Il. 6.171.
Λῠκίηνδε: adv. в Ликию Hom.
to Lycia, Il.