Κρήτηνδε
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
vers la Crète ou en Crète avec mouv.
Étymologie: Κρήτη, -δε.
Greek Monolingual
Κρήτηνδε (Α)
επίρρ. στην Κρήτη, προς την Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκηνδε, Κύπρονδε)].
German (Pape)
nach Kreta, Od. 19.186.
Russian (Dvoretsky)
Κρήτηνδε: adv. на Крит Hom.
Middle Liddell
to Crete, Od.