Μεσσάνα

English (Slater)

Μεσσᾱνα in the Peloponnese. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν (sc. ἦλθε) (P. 4.126)

Russian (Dvoretsky)

Μεσσάνᾱ: (ᾱν) ἡ дор. = Μεσσήνη.