Μουνυχίαζε

English (LSJ)

Adv. to Munychia, Lys.13.29.

French (Bailly abrégé)

c. Μουνιχίαζε.

Greek (Liddell-Scott)

Μουνυχίαζε: (ὀρθότερ. Μουνιχίαζε), ἐπίρρ., εἰς Μουνυχίαν, Λυκόφρ. 132. 25.

Russian (Dvoretsky)

Μουνῠχίαζε: adv. в Мунихию Lys.

German (Pape)

nach Μουνυχία.