Ναυπλία

English (LSJ)

Ion. Ναυπλίη, ἡ, Nauplia in Argolis, Hdt.6.76, etc.; Ναυπλιεύς, έως, ὁ, a Nauplian, Str.8.6.14:—Adj. Ναύπλιος, α, ον, E.Or. 369; or ναυπηγίειος, ib.54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Nauplie, port sur le golfe d'Argolide.

Russian (Dvoretsky)

Ναυπλία: ион. ΝαυπλίηНавплия (портовый город в Арголидском заливе) Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ναυπλία: ἡ, πόλις ἐν Ἀργολίδι, «Ναύπλιον», Ἡρόδ., κλ.· Ναυπλιεύς, έως, ὁ, κάτοικος Ναυπλίας, Στράβ. 374· ― ἐπίθ. Ναύπλιος, α, ον, Εὐρ. Ὀρ. 369· ἢ -ίειος, αὐτόθι 54.

Greek Monotonic

Ναυπλία: ἡ, η πόλη Ναυπλία στην Αργολίδα, το Ναύπλιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Ναυπλιεύς, -έως, , κάτοικος του Ναυπλίου, σε Στράβ.· επίθ., Ναύπλιος ή -ίειος, , -ον, σε Ευρ.

Middle Liddell

Ναυπλία, ἡ,
Nauplia in Argolis, Hdt., etc.