Ναύπακτος

English (LSJ)

ἡ, (ναῦς, πήγνυμι) Naupactus, on the north of the gulf of Corinth, Th.2.91:—Adj. Ναυπάκτιος, α, ον, A.Supp.262, etc.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Naupacte (Lépante), ville sur le golfe de Corinthe.
Étymologie: ναῦς, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

Ναύπακτος:Навпакт (приморский город в Локриде Озольской, ныне Лепанто) Thuc., Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ναύπακτος: ἡ, (ναῦς, πήγνυμι) πόλις τις ἐπὶ τῆς βορείου παραλίας τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου, Θουκ. 2. 91· ― ἐπίθετ. Ναυπάκτιος, α, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 292, κτλ.

Greek Monotonic

Ναύπακτος: ἡ (ναῦς, πήγνυμι), πόλη στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου, σε Θουκ.

Middle Liddell

Ναύ-πακτος, ἡ, ναῦς, πήγνυμι
a city on the north of the gulf of Corinth, Thuc.