Νεστόρειος

English (LSJ)

α, ον, Nestorean, of Nestor; v. Νέστωρ.


English (Slater)

Νεστόρειος belonging to Nestor Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα (byz.: νεστόρεον codd.) (P. 6.32)

Russian (Dvoretsky)

Νεστόρειος: Pind. = Νεστόρεος.