Νικαφόρια

English (LSJ)

Doric for Νικηφόρια.

Greek (Liddell-Scott)

Νικαφόρια: τά, ἀγὼν τῇ Ἀθηνᾷ τῇ Νικηφόρῳ, τεθεὶς ὑπὸ Εὐμένους Β΄ τοῦ ἐν Περγάμῳ βασιλεύσαντος, Ἐπιγρ. Δελφῶν, Bul. de cor. hel. V, σ. 376. - Πρβλ. Ausgrabungen zu Pergamon, σ. 75-7, πρβλ. νικηφόρια.

Greek Monolingual

Νικαφόρια, τά (Α)
βλ. Νικηφόρια.