Νικηφόρια

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νικηφόρια Medium diacritics: Νικηφόρια Low diacritics: Νικηφόρια Capitals: ΝΙΚΗΦΟΡΙΑ
Transliteration A: Nikēphória Transliteration B: Nikēphoria Transliteration C: Nikiforia Beta Code: *nikhfo/ria

English (LSJ)

Doric Νικαφόρια, τά, festival of Athena Νικηφόρος, SIG 629.24 (Pergam., ii BC).

Greek Monolingual

Νικηφόρια, δωρ. τ. Νικαφόρια, τὰ (Α) νικηφόρος
1. εορτή με αγώνες που θεσπίστηκε προς τιμήν της Νικηφόρου Αθηνάς από τον Ευμένη Β' στην Πέργαμο
2. αγώνες που γίνονταν στην Αίγινα.