Νᾶος

English (LSJ)

v. Νάϊος.

Greek (Liddell-Scott)

Νᾶος: ἀντὶ Νάϊος ὀκτάκις ἀνεγνώσθη ὡς ἐπίθ. τοῦ Διὸς ἐν Ἐπιγρ. Δωδώνης, Καραπάν. Δωδ. πίν. XXIII. XXIV. XXXIV. XXXVI. XXXVII, ἐνῷ Νάϊος, αὐτόθι δωδεκάκις εὕρηται.