Ολυμπιάς

Greek Monolingual

Ὀλυμπιάς, -άδος, ἡ (Α) Όλυμπος
1. προσωνυμία τών Μουσών, τών Χαρίτων και τών Νυμφών του Ολύμπου
2. προσωνυμία θεάς που κατοικεί στον Όλυμπο.