Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Όλυμπος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ο (Α Ὄλυμπος και Ὕλυμπος και ιων. τ. Οὔλυμπος)
1. το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας το οποίο δεσπόζει στην περιοχή της Θεσσαλίας και που, σύμφωνα με την παράδοση, αποτελούσε τόπο κατοικίας τών δώδεκα θεών
2. ονομασία πολλών άλλων βουνών της κυρίως Ελλάδας, της Μικράς Ασίας, της Κύπρου ή τών νησιών
αρχ.
σχήμα όρκου («οὐ τὸν Ὄλυμπον ἀπείρων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά μία άποψη πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος που αρχικά σήμαινε «βουνό». Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει δεχθεί πελασγικές επιδράσεις. Ο τ. Οὔλυμπος είναι ποιητικός και μαρτυρείται στον Όμηρο. Μαρτυρείται, τέλος, και τ. Ὕλυμπος].