Παιωνιάς

Greek (Liddell-Scott)

Παιωνιάς: -άδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. Παιώνιος.

Greek Monotonic

Παιωνιάς: -άδος, ἡ, βλ. Παιώνιος.

Middle Liddell

Παιωνιάς, άδος, [v. Παιώνιος.]