Παιώνιος

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Παιώνιος Medium diacritics: Παιώνιος Low diacritics: Παιώνιος Capitals: ΠΑΙΩΝΙΟΣ
Transliteration A: Paiṓnios Transliteration B: Paiōnios Transliteration C: Paionios Beta Code: *paiw/nios

English (LSJ)

ὁ, healer, c. gen., S. Tr. 1208; Παιωνία, epithet of Athena, Paus. 1.2.5, etc.
Παιώνιον, τό, hospital, CratesCom. 15.3 (also Παιωνεῖον Phot.).
name of a pill, Gal. 13.242.
Παιώνια, τά, festival of Paeon, Ar. Ach. 1213.

Greek (Liddell-Scott)

Παιώνιος: -α, -ον, (Παιών) ἀνήκων εἰς τὸν Παιῶνα, ἰατρικός, θεραπευτικός, ἰαματικός, χείρ, χεῖρες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1067, Σοφ. Φιλ. 1345, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1223· φάρμακα Αἰσχύλ. Ἀγ. 848· εὐχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 142· παιώνιον ἄκος Ἰουλιαν. 240Β: - μετὰ γεν., χρυσὸς ἔρωτος ἀεὶ παιώνιος Ἀνθ. Π. 9. 420. - Παιωνιὰς σοφία, ἡ ἰαματικὴ τέχνη, ἡ ἰατρική, αὐτόθι 11. 382, 6· οὕτω, Παιωνὶς τέχνη Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 51· Π. χεὶρ Ἀνθ’ Π. 14. 55. 2) ὡς οὐσιαστ., Παιώνιος, ὁ, ὁ θεραπεύων, ἰώμενος, ἀνακουφίζων, Σοφ. Τρ. 1208· Παιωνία, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Παυσ. 1. 2, 5, κτλ. β) Παιώνιον, τό, νοσοκομεῖόν τι, πιθαν. ἐν Πειραιεῖ οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ μνημονευόμενον, Ἀθήν. 268Α· τύπος τις Παιωνεῖον μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Φωτ. ὅστις ἑρμηνεύει: «ἰατρεῖον· θεραπευτήριον· ἢ σωτήριον φάρμακον»· - ὡσαύτως, ἀντιφάρμακον, ἀντίδοτον, Γαλην. γ) Παιώνια, τά, ἑορτή τις τοῦ Παιῶνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1213. ΙΙ. τὸ παρ’ Αἰσχύλ. Πέρσ. 605, κέλαδος οὐ π., φαίνεται ὅτι ἀναφέρεται εἰς τὸν παιᾶνα ἤτοι τὸν ἐπινίκιον ὕμνον. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 345.

Greek Monotonic

Παιώνιος: -α, -ον (Παιών
I. 1. αυτός που ανήκει στον Παιάνα, ιατρικός, θεραπευτικός, σε Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.· Παιωνιὰς σοφία, η θεραπευτική τέχνη, ιατρική, σε Ανθ. 2 α) ως ουσ., Παιώνιος, , θεραπευτής, κατευναστικός, καταπραϋντικός, με γεν., σε Σοφ. β)Παιώνια, τά, γιορτή του Παιάνα, σε Αριστοφ.
II. όμοιος με παιάνα ή ύμνο της νίκης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Παιώνιος, η, ον Παιών
belonging to Paeon, medicinal, healing, Aesch., Soph., Ar.
Παιώνιος, ὁ,
a healer, reliever, c. gen., Soph.