Παναχαιοί

English (LSJ)

οἱ, all the Achaeans, Il.2.404, al.: fem. Πᾰνᾰχαιά, ἡ, epithet of Demeter, Paus.7.24.3; of Artemis, BCH25.350 (Delph.):—also Παναχαιὶς γῆ, all Achaea, A.R.1.243; Πᾰνᾰχαιίς, epithet of Athena, Paus. 7.20.2.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
tous les Achéens réunis, p. ext. tous les Grecs.
Étymologie: πᾶν, Ἀχαιός.

Russian (Dvoretsky)

Πᾰνᾰχαιοί: οἱ все (решительно) ахейцы, все греки в целом Hom.

Greek (Liddell-Scott)

Πανᾰχαιοί: οἱ, πάντες οἱ Ἀχαιοί, Ὅμ.· πρβλ. Gladstone Homer. Stud. 1. 421· - Παναχαιὶς γῆ, πᾶσα ἡ Ἀχαΐα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 243· -Παναχαιΐς, ἐπώνυμον τῆς Ἀθηνᾶς, Παυσ. 7. 20, 2· Παναχαία Δημήτηρ ὁ αὐτ. 7. 24, 3.

English (Autenrieth)

all the Achaeans, ‘the Pan-achaean host.’

Greek Monolingual

Παναχαιοί, οἱ (Α)
ὅλοι οι Αχαιοί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < παν- + Ἀχαιός.

Greek Monotonic

Πᾰνᾰχαιοί: οἱ, όλοι οι Αχαιοί, σε Όμηρ.

Middle Liddell

Πᾰν-ᾰχαιοί, οἱ,
all the Achaians, Hom.