Πεισιανάκτειος
English (LSJ)
Πεισιανάκτειον, of Peisianax: ἡ Π. στοά, older name for the Ποικίλη at Athens, Plu.Cim.4, D.L.7.5.
Greek (Liddell-Scott)
Πεισιανάκτειος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Πεισιάνακτα, ἡ Π. στοά, ἀρχαιότερον ὄνομα τῆς ἐν Ἀθήναις Ποικίλης στοᾶς, Διον. Λ. 7. 5· ἀπεκατεστάθη δὲ ἡ λέξις ἐν Πλουτ. Κίμ. 4. (ἀντὶ Πλησ-).
Russian (Dvoretsky)
Πεισιᾰνάκτειος: писианактов Plut., Diog. L.