Πελασγία

Greek Monolingual

ιων. τ. Πελασγίη, ἡ, Α Πελασγός
παλαιότατη ονομασία της Ελλάδας.

Russian (Dvoretsky)

Πελασγία: ион. ΠελασγίηПеласгия, страна пеласгов Her.