ιδος, ἡ (with or without γῆ), Str.9.5.3 and 15; -ώτιδες γυναῖκες Hdt. 2.171.
ιδοςadj. f.pélasgique ou grec.Étymologie: Πελασγοί.
Πελασγιῶτις: ῐδος adj. f Her. = Πελασγίς.