Περσέφασσα

English (LSJ)

v. Περσεφόνη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. Περσεφόνη.

Russian (Dvoretsky)

Περσέφασσα: атт. Aesch., Eur. Περσέφαττα, тж. Soph., Eur. Φερσέφασσα, Arph. Φερσέφαττα и Plat. Φερρέφαττα ἡ = Περσεφόνη.