Πηλεΐδης
English (LSJ)
ου, Epic εω and αο, ὁ, son of Peleus, Peleides, v. sub Πηλεύς.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le fils de Pélée (Achille).
Étymologie: Πηλεύς.
Greek Monolingual
και Πηληϊάδης Α
ο καταγόμενος από τον Πηλέα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πηλεύς, -έος / -ῆος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -ιάδης (πρβλ. Πριαμίδης)].
Russian (Dvoretsky)
Πηλεΐδης: Πηλεΐδας и Πηλείδας, ου, эп. ᾱο и εω ὁ Пелид, сын Пелея, т. е. Ахилл Hom., Eur.