Πριαμίδης
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils ou descendant de Priam (Hector, Pâris, etc.) ; plur. οἱ Πριαμίδαι les fils de Priam.
Étymologie: Πρίαμος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
επικ. γεν. -ίδαο και -ίδεω, ὁ, Α
ο γιος του Πριάμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πρίαμος + κατάλ. πατρωνυμικών -ίδης (πρβλ. Κρονίδης)].
Russian (Dvoretsky)
Πρῐᾰμίδης: ου, эп. εω ὁ (тж. ρῑ; ῐδ) Приамид, сын Приама, т. е. преимущ. Гектор, иногда Парид, Полидор и др. Hom., Aesch., Eur.