Πλουτωνίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Persephone, Orac. ap. Phleg. Fr. 36.10J.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
προσωνυμία της Περσεφόνης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πλουτώνη + επίθημα -ίς].
-ίδος, ἡ, Persephone, Orac. ap. Phleg. Fr. 36.10J.
-ίδος, ἡ, Α
προσωνυμία της Περσεφόνης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πλουτώνη + επίθημα -ίς].