Πλουτώνη
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
ἡ, = Πλουτωνίς, Orph. Fr. 200.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
προσωνυμία της Περσεφόνης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταπλασμένος τ. του Πλούτων, κατά τα θηλ. σε -η].