Πυθοχρήστης

English (LSJ)

Πυθοχρήστου, Dor. Πυθοχρήστας, ὁ, (χράω) sent by the Pythian oracle, φυγάς A.Ch.940 (lyr., sed leg. -τος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
inspiré, envoyé par la Pythie.
Étymologie: Πυθώ, χράω.

Greek Monotonic

Πῡθοχρήστης: Δωρ. -τας, ὁ (χράω), αυτός που πέμπεται, δίνεται, στέλνεται από το Πυθικό μαντείο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χράω
sent by the Pythian oracle, Aesch.