μαντείο
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
Greek Monolingual
το (AM μαντεῖον, Α ιων. και επικ. τ. μαντήϊον) μάντης
ιερός τόπος ή ναός όπου οι θεοί προέλεγαν τα μέλλοντα ή αποκάλυπταν τα άγνωστα με τους ιερείς ή τους μάντεις («το μαντείο τών Δελφών»)
αρχ.
1. χρησμός, προφητεία, μάντευμα
2. ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η μαντική
3. στον πληθ. τὰ μαντεῖα
η αμοιβή του μάντη, τα δώρα που δίνονταν ως αμοιβή σε όσους μάντευαν κάτι.