Σαλαμινιάς

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f;
c.
Σαλαμίνιος.

Russian (Dvoretsky)

Σᾰλᾰμῑνιάς: άδος (ᾰδ) adj. f саламинская (ἀκταί Aesch.).