Σαλαμίνιος
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον,
A Salaminian, of or from Salamis, Hdt.5.104, etc.: also Σᾰλᾰμῑν-ιακός, ή, όν, Str.8.2.2; and fem. Σαλαμινιάς, άδος, A.Pers.965 (lyr.).
II Σαλαμινία (sc. ναῦς or τριήρης), ἡ, Ar.Av.144, Th.3.33; v. πάραλος III.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Salamine ; οἱ Σαλαμίνιοι PLAT les habitants de Salamine ; ἡ Σαλαμινία (ναῦς) la galère Salaminienne, vaisseau de transport pour les théories sacrées à Athènes.
Étymologie: Σαλαμίς.
Russian (Dvoretsky)
Σᾰλᾰμίνιος: (μῑ) саламинский Her.
II ὁ уроженец или житель Саламина Plat.
Greek (Liddell-Scott)
Σαλᾰμίνιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, ὁ ἐκ Σαλαμῖνος, Ἡρόδ. 5. 104, κτλ.· ὡσαύτως Σαλαμῑνιακός, ή, όν, Στράβ. 335· καὶ ἀνώμαλον θηλ. Σαλαμῑνιάς, -άδος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 964. ΙΙ. Σαλαμινία (ἐξυπακ. τὸ ναῦς ἢ τριήρης), ἡ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 144, Θουκ. 3. 33· ἴδε ἐν λέξ. πάραλος ΙΙΙ.
Greek Monotonic
Σᾰλᾰμίνιος: -α, -ον, επίσης -ος, -ον,
I. Σαλαμίνιος, αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σαλαμίνα, σε Ηρόδ.
II. Σαλαμινία (ενν. ναῦς), ἡ, ένα από τα ιερά πλοία των Αθηνών, σε Αριστοφ., Θουκ.· βλ. παράλος III.
Middle Liddell
Σᾰλᾰμίνιος, η, ον
I. Salaminian, of or from Salamis, Hdt.
II. Σαλαμινία (sub. ναῦσ), ἡ, one of the Athen. sacred ships, Ar., Thuc.; v. πάραλος III.