Σαρδονικός

English (LSJ)

v. sub Σαρδώ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Σαρδόνιος.

Russian (Dvoretsky)

Σαρδονικός: Her., Arph. = Σαρδόνιος I.

English (Woodhouse)

Sardinian