Σαρδόνιος
From LSJ
English (LSJ)
v. sub Σαρδώ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Sardaigne ; οἱ Σαρδόνιοι les Sardes.
Étymologie: Σαρδώ.
Greek Monolingual
και Σαρδώνιος, -ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος της Σαρδούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ-όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής Σαρδών) + κατάλ. -ιος].
Russian (Dvoretsky)
Σαρδόνιος: II ὁ уроженец или житель Сардинии Her.
Σαρδόνιος: сардинский Her., Theocr.