Σελευκεύς
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant de Séleucie, en Mésopotamie.
Étymologie: Σελεύκεια.
Russian (Dvoretsky)
Σελευκεύς: έως ὁ уроженец или житель Селевкии Luc.
έως (ὁ) :
habitant de Séleucie, en Mésopotamie.
Étymologie: Σελεύκεια.
Σελευκεύς: έως ὁ уроженец или житель Селевкии Luc.