Σιδόνες

English (LSJ)

οἱ, men of Sidon, Il. 23.743; also Σιδόνιοι, Od. 4.84, 618; Σιδονίη (sc. γῆ) 13.285. [ι in Il. 23.743, prob. in Sopat. 16, elsewhere ι.]

Greek Monolingual

οἱ, Α Σιδών, -ῶνος]
οι κάτοικοι της Σιδώνας.

Middle Liddell

men of Sidon, Il.; also Σιδόνιοι Od.