Σμάραγος

English (LSJ)

[μᾰ], ὁ, Smasher, a lubber-fiend in Hom.Epigr.14.9.

Russian (Dvoretsky)

Σμάρᾰγος: (ᾰ) ὁ Смараг (одно из мелких домашних божеств) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

Σμάρᾰγος: [ᾰ], ὁ, δαίμων τις ἐν Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 9.

Greek Monolingual

ὁ Α
ονομασία ενός δαίμονα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σμαραγῶ].