Σπαρτιατικός

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Sparte ou des Spartiates.
Étymologie: Σπαρτιάτης.

Russian (Dvoretsky)

Σπαρτιᾱτικός:
1 Σπάρτη спартанский Her. etc.;
2 Σπαρτιάτης спартиатский Her., Luc.