Ταΰγετος

English (LSJ)

ὁ, later for Ταΰγετον, τό.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. Ταΰγετον.

Russian (Dvoretsky)

Τᾱΰγετος: ὁ Luc., Anth. = Ταΰγετον.