Τροιζήνιος

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Trézène ; οἱ Τροιζήνιοι les habitants de Trézène.
Étymologie: Τροιζήν.

Middle Liddell

Τροιζήνιος, η, ον, Ευρ.; φεμ. Τροιζηνίς, ίδος,
of Troezen, οἱ Τροιζήνιοι the people of Troezen, Hdt.