ή, όν, Phocian, πόλεμος D. 2.7, etc.
ή, όν :de Phocide ; phocidien, phocéen.Étymologie: Φωκίς.
Φωκικός: фокидский Dem., Plut.
Φωκικός, ή, όνPhocian, Dem.