άβαθος

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο βάθος
ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός.
(II)
-η, -ο
ο πολύ βαθύς, άπατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α επιτακ. + βάθος.