άκλαυτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκλαυτος, -ον) και άκλαυστος
1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος
«τον έθαψαν άκλαυτο»
«νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ.
2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί
«άκλαυτο παιδί»
αρχ.
«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.
νεοελλ.
αυτός που δεν προκαλεί συγκίνηση, δεν φέρνει κλάματα
«ούτε γάμος άκλαυτος, ούτε νεκρός αγέλαστος».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητικό + ἔκλαυσα < κλαίω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκλαυτεὶ (-τὶ) και ἀκλαυστεὶ (-τί].