αθρήνητος

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀθρήνητος, -ον) θρηνῶ
αυτός που δεν θρηνήθηκε από κανένα, αμοιρολόγητος, άκλαυτος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον θρηνήσει όσο του αξίζει.