άκοιλος

Greek Monolingual

(I)
ἄκοιλος, -ον (Α) κοῖλος
αυτός που δεν είναι κοίλος, κούφιος.
(II)
-η, -ο κοιλιά
αυτός που δεν έχει μεγάλη κοιλιά.