Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
άμιππος
Greek Monolingual
ἅμιππος, -ον (Α) 1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<ἅμα «συγχρόνως μαζί» +ἵππος.