άμπρα

Greek Monolingual

η (Χημ. Τεχνολ.)
στερεά ουσία που σχηματίζεται στο έντερο της φάλαινας του είδους Φυσητήρας (Physeter catodon). Στην Ανατολή χρησιμοποιείται κυρίως ως άρτυμα, ενώ στη Δύση για τη στερέωση της μυρωδιάς σε λεπτά αρώματα.