-η, -ο (Α ἄνοσος κ. ἄνουσος, -ον)νεοελλ.αρχ.1. ο χωρίς νόσο, ασθένεια, υγιής2. (με γεν.) απρόσβλητος από ασθένεια, αβλαβής3. (για χρονική περίοδο) ο χωρίς ασθένεια, ελεύθερος από ασθένεια.