άντε

Greek Monolingual

επιφών.
1. (παρακελευσματικό)
άιντε
2. (ειρωνικά ή περιφρονητικά) «άντε!», «καλέ άντε» ή «καλέ άντες»!
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. άντε κατά συγκοπή του άιντε].