άιντε

From LSJ

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source

Greek Monolingual

και άντε πληθ. αϊντέστε και αντέστε
(επιφώνημα παρακελευσματικό) ας, έλα, ελάτε, εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγετε, προστακτ. του ρήμ. άγω].