άνωση

Greek Monolingual

η
1. η ώθηση με διεύθυνση από κάτω προς τα πάνω
2. η συνισταμένη κάθετη δύναμη που ασκείται σ' ένα σώμα από ένα ακίνητο υγρό μέσα στο οποίο το σώμα αυτό επιπλέει ή είναι βυθισμένο.