άξαφνα

Greek Monolingual

κ. άξαφνου επίρρ.
βλ. έξαφνα κ. εξάφνου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (αρχ. επίρρ.) εξαίφνης
το αρκτικό α- με αφομοίωση, ενώ το ληκτικό -α και -ου αναλογικά προς τα επιρρ. σε -α και -ου].